-
1 взаимоотношения
мн. οι (αμοιβαίες) σχέσεις (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > взаимоотношения
-
2 переговоры
мн. οι συνομιλί/ες, οι διαπραγματεύσειςвозобновление - ов επανέναρξη/ανανέωση των - ώνзавершение - ов ολοκλήρωση/λήξη των - ώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переговоры
-
3 связь
1. (общение, возможность сообщения) η επικοινωνίαмногоканальная - μέσω πολλών διαύλων, φερέσυχνος -светосигнальная - μέσω φωτεινών σημάτων/φωτεινής σηματοδότησης2. (взаимные отношения между кем-, чем-л.) η σχέσ/η, ο δεσμόςэкономические - и οικονομικές - εις 3 (в соединениях атомах молекулах) ο δεσμός4. (в цепях, между элементами и т.п.) (элн.) о σύνδεσμος, το ενισχυτικόжёсткая - (элн.) η στερεά σύζευξηтрансформаторная - (элн.) η σύζευξη του μετασχηματιστή5. (элемент конструкции) η δοκός 6. грам. η σύνδεση 7. (лог.) η σύνδεση, причинная - αιτιοκρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > связь
-
4 συναλλαγή
-
5 снохождение см.лунатизм.
1. (связь, общение) η σχέσ/η 2. (совокупление) η συνουσία, η συνου-σίαση, ο συνουσιασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снохождение см.лунатизм.
-
6 сношение
1. (связь, общение) η σχέσ/η 2. (совокупление) η συνουσία, η συνου-σίαση, ο συνουσιασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сношение
-
7 завязывать
завязыватьнесов1. δένω, συνδέω:\завязывать галстук δένω τήν γραβάτα·2. (устанавливать, начинать) πιάνω, ἀρχίζω, συνάπτω:\завязывать разговор πιάνω κουβέντα· \завязывать знакомство πιάνω γνωριμία· \завязывать торговые отношения συνάπτω ἐμπορικές σχέσεις· \завязывать переписку ἀρχίζω ἀλληλογραφία· \завязывать ссору πιάνω (или ἀρχίζω) καυγᾶ· \завязывать дру́ж-бу πιάνω φιλία. -
8 организация
-и θ.1. οργάνωση,διοργάνωση• συγκρότηση, ίδρυση•научная организация труда επιστημονική οργάνωση εργασίας•
организация кружка συγκρότηση ομίλου.
2. βλ. организованность.3. οργανισμός, ιδιοσυγκρασία•человек со слабой-ей άνθρωπος με αδύνατο οργανισμό.
|| οργανωμένο σύνολο•партииная организация κομματική οργάνωση•
торговые -ии εμπορικές οργανώσεις.
-
9 связь
-и, προθτ. о связи, в связиκ. в связи θ.1. σύνδεση• δεσμός• σχέση•связь науки и производства σύνδεση επιστήμης και παραγωγής•
торговые связи εμπορικές σχέσεις•
хозяйственная связь районов οικονομική σύνδεση των περιοχών•
αλληλοσύνδεση•установить связь между явлениями καθορίζω την αλληλοσύνδεση μεταξύ των φαινομένων•
причинная связь η αιτιότητα ή αιτιώδης σχέση•
взаимная связь αμοιβαία σύνδεση ή αλληλοσύνδεση•
логическая связь λογική σχέση.
|| αλληλουχία, συνοχή, ειρμός•его слова не имеют никакой -и τα λόγια του είναι τελείως ασυνάρτητα.
2. σύνδεσμος ενότητας, σχέση αμοιβαία• γνωριμία•нравственная связь ηθικός δεσμός•
она с ним в -и αυτή μ αυτόν έχουν σχέσεις (τα χουν φτιασμένα)•
поддерживать связь с кем-л. διατηρώ (έχω) σχέσεις (δεσμό) με κάποιον•
прервать все -и κόβω κάθε σχέση (δεσμό)•
дружеская связь φιλικός δεσμός•
пустить в ход свои -и βάζω μπρος (χρησιμοποιώ) τις γνωριμίες (για επίτευξη του σκοπού).
3. επικοινωνία•телефонная связь τηλεφωνική επικοινωνία•
средства -и τα μέσα επικοινωνίας-связь с народом σύνδεση με το λαό•
связь с городом επικοινωνία με την πόλη.
4. ένωση, κόλλημα•связь камней и кирпича с помощью глины σύνδεσητων πετρών με τα τούβλα με λάσπη.
5. τμήμαοικοδομής, παράρτημα σπιτιού.εκφρ.в связьй с... – σε σχέση, σχετικά, ανάλογα• ένεκα,λόγω•в -й – με την ευκαιρία. -
10 сношение
-я ουδ.σχέση• δούναι-λαβείν•торговые -я εμπορικές σχέσεις•
иметь -я с кем-н, έχω σχέσεις με κάποιον.
|| συνουσίαση.